πανσόφως

πανσόφως
πάνσοφος
most clever
adverbial
πάνσοφος
most clever
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάνσοφος — η, ο / πάνσοφος, ον, Α και πάσσοφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστης («πάσσοφος γὰρ μοι δοκεῑ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῑος», Πλατ.) νεοελλ. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος μία από τις προσωνυμίες τού Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԷՆԻՄԱՍՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0070 Chronological Sequence: 6c, 11c մ. ԱՄԷՆԻՄԱՍՏԱԲԱՐ ԱՄԷՆԻՄԱՍՏԱՊԷՍ. πανσόφως sapientissime Ամենայն իմաստութեամբ, եւ մեծաւ խորհրդով. շատ բարակ խելքով. ... *Ամէնիմաստաբար որոշեաց, կամ ասացեալ է. Փիլ. լին. ՟Ա. եւ ՟Գ: *Ընդէ՞ր սիրէր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”